Σκοντάφτει ο ήλιος στη γή και φωτίζει και βλέπω την φθηνή σου φορεσιά .
Κρύβεσαι μήπως φανείς έτσι πού είσαι και βγαίνεις πάλι μόνο στη σκιά .
Σαρδόνιο γέλιο γελάς για το κλάμα , πού ήσουνα αιτία του κρυφή .
Όπλα πουλάς , ξεπουλάς , κι`αγοράζεις.
Λογαριάζεις πόσο κοστίζουμε , τάχα , και σαρκάζεις !
Μέσα από το ασύρματο μιλάς , μηρυκάζεις ! και κάποιος στους αντίποδες γελά !
Μα δεν το αντέχεις το φώς , δεν σού πάει και στο σκοτάδι μας τραβάς .
Καί όπου να πας να κρυφτείς θα σε δώ !
Θα σε φωτίσω νιότης φώς , και έπειτα ρώτα, ρώτα εσύ ποιός !