
Το πορφυρό στεφάνι του στο στερέωμα στίλβει, πυρακτωμένο μαγγάλι.
Όπου νάναι θα ξεχυθούν τα καιώμενα σπλάχνα του να μας τημωρήσουν.
Χρώματα πένθιμης βιβλικής δύσης κατέκλησαν , μέρα μεσημέρι,τον ουρανό.
Κουρνιαχτός οι κατάμαυρες συνεφώδεις στάχτες, αιωρούνται στεγνή βροχή.
Ασύμετροι οι χοροί των κυματισμών των φλεγομένων δένδρων των δρυμών.
Παρακολουθούν ανήμποροι, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι της πανίδας, ως χλωρίδα.
Ότι μπορεί να ουρλιάξει, από ανθρώπους, δάση. ζώα, σπίτια, βράχια, ναούς , ουρλιάζει.
Ουρλιάζει και η Νίκη του Παιωνίου, ο Ολύμπιος Δίας, ο Ερμής του Πραξιτέλη.
Ουρλιάζει γιά το Λυκαίον και το Κωτύλιο όρος ο Επικούριος Απόλλων .
Δεν υπάρχουν ικανά κριτήρια να ερμηνεύσουν τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά.
Αγριεμένοι κάτοικοι, κατοικίδια και μή, αναφλέγονται ! αναφλέγονται !
Βογγούν, μουγγανίζουν ,στενάζουν, κακαρίζουν, βελάζουν, και πεθαίνουν.
Το ζωογόνο ηλιακό φώς μεταλλάχτηκε. Δεν χωρούν οι ποιητές εδώ.