

Έρπει ο μαρμάρινος πυθμένας της χαράδρας - φίλντισι ασημόχρυσο -
στα μουσκεμέμα στενά του Ρίντομου, νωχελικά και αθόρυβα.
Σκουπίζω βιαστικά ένα δάκρυ, πού μπερδεύτηκε στη ψιλή βροχή,
απ` τ` αριστερό μάγουλό μου, με το βρεμένο μου μανίκι , μιά δυό φορές .
Διαβαίνουμε το διπλό βυζαντινό τοξωτό γιοφύρι στό κέντρο του πουθενά.
Πρός τα πάνω απλώνεται το βλέμμα μου, κι`αναρριχόμενο παρέα με τον άνεμο,
γεύεται την κρεμαστή βλάστηση του άγριου πρωτόγονου φαραγγιού.
Η στερημένη ψυχή μου απογειώνεται κόντρα στις βορινές ριπές του χαλαζόβροχου,
διαπερνώντας ή δρασκελίζοντας με χάρη την κεραμική διπλή αψίδα του γιοφυριού.
Όμως , ενώ δάκρυζε συνεχώς ο ουρανός, δεν έρεε γάργαρο το νερό στο ποτάμι.
Βοτσαλωτός ο βυθός του , καλοσυντηρημένο καλτερίμι έμοιαζε, περίτεχνο.
Λειψυδρία, μεσα στη βροχή λειψυδρία, που στέγνωσε κορφές, ράχες, πεδιάδες,
που στέρεψε το Ρίντομο, την Λαγκάδα, τον Κοσκάραγα, την Νέδα, την Λεπίδα.
Κι`όταν τα πυρωμένα χνώτα της φωτιάς κάλπασαν με ιαχές απειλητικές,
εύκολα γινήκαν όλα παρανάλωμα . Κάρβουνο και μαύρη στάχτη γινήκανε. . . . . . . . .